Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἴσος ἴσῳ

См. также в других словарях:

  • ἴσω — ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual ἴσος equal masc/neut gen sg (doric aeolic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut nom/voc/acc dual (epic) ἴ̱σω , ἴσος equal masc/neut gen sg (epic doric aeolic) ἴ̱σω , ἰσόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσῳ — ἴσος equal masc/neut dat sg ἴ̱σῳ , ἴσος equal masc/neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ίσος — η, ο (ΑΜ ἴσος, η, ον, Α επικ. τύπος ἶσος και ἔϊσος, η, ον) 1. αυτός που είναι ίδιος με κάποιον άλλον κατά την ποσότητα, τις διαστάσεις, τη δύναμη ή την αξία 2. αυτός που εκτείνεται σε ευθεία γραμμή, ευθύς, ίσιος 3. ομαλός, επίπεδος 4. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • Ἴσω — Ἴ̱σω , Ἶσος masc nom/voc/acc dual Ἴ̱σω , Ἶσος masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσῳ — Ἴ̱σῳ , Ἶσος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἴσωι — ἴσῳ , ἴσος equal masc/neut dat sg ἴ̱σῳ , ἴσος equal masc/neut dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξισώνω — (AM έξισῶ, όω) 1. κάνω κάτι ίσο με κάτι άλλο («καὶ τὸν λόγον ἐξισῶσαι τοῑς τηλοικούτοις ἔργοις», Διόδ. Σικ.) 2. έρχομαι στην ίδια κατάσταση με κάποιον άλλο («ὅκως ἄν ἐξισωθείη τῷ Ἑλληνικῷ τὸ Περσικόν», Ηρόδ.) 3. παθ. είμαι εφάμιλλος, έχω την ίδια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»